ἡμιπύργιον

ἡμιπύργιον
ἡμιπύργιον
half-tower
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡμιπύργια — ἡμιπύργιον half tower neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιπύργιο — το (Α ἡμιπύργιον) κτίσμα που είναι κατά το ήμισυ πύργος, δηλαδή κατά το ήμισυ είναι κυκλοτερές και κατά το άλλο ήμισυ έχει επίπεδη επιφάνεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”